14 Μαΐ 2012

Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Jeremy Lester



Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο Ευτυχισμένο.


Αλμπέρ Καμύ




Κάθε επισκέπτης που θέλει να προσαρμοστεί στον περιβάλλοντα χώρο και να συγχωνευθεί -να βυθισθεί- μέσα στο λαό και την κουλτούρα τού μέρους που τον υποδέχεται, πρέπει να είναι ανοιχτός όχι μόνο στις χαρές της καθημερινής ζωής αλλά και στη λύπη και την απελπισία επίσης. Αν η εμπειρία μπορεί να προκαλεί ανησυχία και περιστασιακά να είναι ακόμα και τραγική, τότε αυτό είναι το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει.

Στέκομαι στην αποβάθρα του μετρό. Υπάρχει η συνηθισμένη έντονη κίνηση των ανθρώπων που αναμειγνύονται με έντονους τόνους και εκφράσεις. Υπάρχει όμως κάτι το ιδιαίτερα εκπληκτικό με αυτή την ένταση. Είναι εμφανώς εμποτισμένη με άγχος και φόβο. Οι εκφράσεις στα πρόσωπα των ανθρώπων είναι σε επαγρύπνηση, τα μάτια πλανώνται χωρίς ποτέ να εστιάζουν σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά προσπαθούν απεγνωσμένα να περιλάβουν όλη τη γενική εικόνα. Αν μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις τους και αυτοί τις δικές μου, ποιες θα ήταν οι λέξεις της εσωτερικής φωνής που θα μπορούσαμε να ακούσουμε; «Να μην συμβεί εδώ, τώρα. Ας μη γίνω μάρτυρας κάποιου συνταρακτικού γεγονότος».

Το φωτεινό σήμα υποδεικνύει ότι το τραίνο φθάνει. Ένα λεπτό ακόμα, τριάντα δεύτερα ακόμα. Καθώς όμως εμφανίζεται, το ίδιο το τραίνο διστάζει. Θέλει να γυρίσει πίσω αλλά γνωρίζει ότι δεν μπορεί. Το πεπρωμένο του, όπως και το δικό μας βρίσκεται στην προς τα εμπρός κίνησή μας. Καθώς φθάνει στην αρχή της πλατφόρμας, επιβραδύνει. Μετατρέπεται σε σαλιγκάρι. Ο χρόνος που χρειάζεται για να καλύψει ολόκληρο το μήκος της πλατφόρμας φαντάζει σαν μια αιωνιότητα. Ενώ τα μάτια μας στρέφονται εσωτερικά, τα μάτια του οδηγού βρίσκονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξωτερική επαγρύπνηση. Όταν τελικά το τραίνο σταματά κι οι πόρτες του ανοίγουν για να μας υποδεχθούν μέσα, η ανακούφιση γύρω μας είναι απολύτως έκδηλη. Είναι φυσικά προσωρινή, όπως κάθε ανακούφιση αλλά παρόλα αυτά είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα.

Ποιος ήταν ο φόβος και το άγχος των οποίων τα πλοκάμια μας γράπωσαν τόσο σφιχτά και διαπότιζαν τη συνείδηση όλων μας; Ήταν το φάντασμα που στοιχειώνει την πόλη και την χώρα. Βρίσκομαι στην Αθήνα, στην Ελλάδα. Ήταν (και είναι) το φάντασμα της αυτοκτονίας.

Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Η Ελλάδα ενώ είχε ένα από τα πιο χαμηλά ποσοστά αυτοκτονιών στην Ευρώπη, πριν από το ξέσπασμα της σημερινής οικονομικής κρίσης, σήμερα έχει ένα από τα υψηλότερα. Μέσα σε διάστημα τριών ετών, το ποσοστό των αυτοκτονιών έχει σχεδόν διπλασιαστεί και όσο περνά ο καιρός ο ρυθμός και η έκτασή τους αυξάνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς. Βέβαια η Ελλάδα δεν είναι με κανένα τρόπο μόνη της σε αυτό το ζήτημα. Η Ιταλία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία – όπου και αν κοιτάξεις σήμερα, αρχίζουν να εμφανίζονται παρόμοια στοιχεία. Είναι όμως μια μορφή «αλληλεγγύης» που η Ελλάδα δεν την χρειάζεται και τελικά δεν προσφέρει τίποτα το γεγονός ότι στατιστικά δεν είναι μόνοι.

Μπορούμε να μοιραστούμε τα στατιστικά στοιχεία. Η κάθε περίπτωση όμως είναι πάντα μοναδική. Ο Νίκος Πολυβός ήταν 38 όταν αυτοκτόνησε πριν μερικές μέρες έχοντας εξαντληθεί από την αναμονή για τη θέση που του δόθηκε στο τμήμα Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών πριν από δυο χρόνια. Ο δάσκαλος Σάββας Μετοικίδης ήταν 45, παντρεμένος και με παιδιά όταν αυτοκτόνησε πρόσφατα στην πόλη της Ξάνθης στο βορρά. Για πολλά χρόνια ήταν συνδικαλιστής, αφοσιωμένος και μαχητικός. Το επίπεδο λιτότητας όμως και οι περικοπές που επιβλήθηκαν στην οικογένειά του και σε όλους γύρω του τελικά εξάντλησαν την ενέργεια, τη δύναμη και την ικανότητά του να αντιστέκεται. Και ο κατάλογος ονομάτων και περιπτώσεων συνεχίζεται. Οι αγωνίες του καθένα που οδήγησαν στην τελική και καθοριστική απόφαση της αυτοκτονίας ήταν πάντα διαφορετικές. Ωστόσο, όπως έγραφε κι ο Μαρξ (σ’ ένα άρθρο αφοσιωμένο στην αυτοκτονία), οι βαθύτερες αιτίες ήταν ίδιες: οι αποτυχίες της κοινωνίας μας.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η ατομικότητα αυτής της απόφασης, αυτής της τελευταίας στιγμής, γίνεται «κοινή». Αυτή ήταν η περίπτωση του Δημήτρη Χριστούλα, ενός 77χρονου φαρμακοποιού που αυτοκτόνησε στην πλατεία Συντάγματος μπροστά σε δεκάδες ανυποψίαστους περαστικούς.


Όταν σκέφτομαι το Δημήτρη, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ κάποιους στίχους του Αντονέν Αντρώ:

Έτσι σύρθηκε στο κορμί του

αυτή η κοινωνία

απαλλαγμένη

καθαγιασμένη

νομιμοποιημένη

και κατακυριευμένη

έσβησε σε αυτόν την υπερφυσική συνείδηση που μόλις είχε κατορθώσει και σαν πλημμύρα

μαύρων κορακιών μέσα στο εσωτερικό του δέντρο

τον σάρωσαν μ’ ένα τελευταίο κύμα

και παίρνοντας τη θέση του
τον σκότωσαν

Άλλωστε η ανατομική λογική του σύγχρονου ανθρώπου δεν του έχει επιτρέψει ποτέ να ζήσει, να σκεφτεί να ζήσει παρά μόνο ως ένα κατακυριευμένο ον.

Προσέξτε τις λέξεις «τον σκότωσαν». Άλλωστε ο Δημήτρης, ο Νίκος, ο Σάββας, και οι αμέτρητες εκατοντάδες άλλοι δεν αυτοκτόνησαν τόσο όσο, σύμφωνα με τη περίφημη φράση του Αρτώ, τους αυτοκτόνησαν με την κρίση και τα βάρβαρα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν πάνω τους καθώς και στον υπόλοιπο πληθυσμό. Κανένας όρος δεν θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος απ’ αυτόν. Δεν αυτοκτόνησαν, τους πήραν τη ζωή και τα μέσα επιβίωσής τους. Τους «αυτοκτόνησαν», ουσιαστικά τους εκτέλεσαν, τους δολοφόνησαν.

Ας θυμηθούμε το πνεύμα αντίστασης του Σάββα όταν, πριν από τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στην Αθήνα, αντιμετώπισε τα ΜΑΤ κατά μέτωπο για να σώσει συντρόφους που είχαν πέσει κάτω. Κι ας θυμηθούμε τα τελευταία λόγια που μας άφησε ο Δημήτρης: «Η κατοχική κυβέρνηση εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι’ αυτή.

Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε το καλάσνικωφ ο δεύτερος θα ήμουν εγώ) δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για την διατροφή μου.

Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (Πιάτσα Παρέτο του Μιλάνου)».

Αυτά τα λόγια είναι τα λόγια ενός ανθρώπου «κατακυριευμένου» (για να χρησιμοποιήσω έναν από τους όρους του Αρτώ); Αν είναι τότε πρόκειται για το είδος της «κυρίευσης» που περιγράφει τόσο καλά ο Ντοστογιέβσκι με τον κύριο χαρακτήρα στο μυθιστόρημά του Οι Δαιμονισμένοι – τον χαρακτήρα του Κιρίλωφ. Ο Κιρίλωφ επίσης αναγκάζεται να φθάσει στο συμπέρασμα ότι μόνο με τη θυσία του μπορεί να εκδικηθεί και να αποδείξει ότι δεν μπορεί να εξαπατηθεί. Πρόκειται για τη μεθοδική πράξη ενός παθιασμένου και ευαίσθητου ανθρώπου, ενός ανθρώπου που, όπως ο Αλμπέρ Καμύ σημειώνει, προετοιμάζει την πράξη του με ανάμεικτο συναίσθημα εξέγερσης και ελευθερίας. «Θα αυτοκτονήσω για να προβάλλω την απειθαρχία μου, η νέα μου τρομακτική ελευθερία». Είναι το μονοπάτι λοιπόν που οδηγεί από την εκδίκηση στην εξέγερση. Για να χρησιμοποιήσω έναν άλλο όρο του Καμύ, είναι «παιδαγωγική αυτοκτονία». Ο Κιρίλωφ πρέπει να αυτοκτονήσει -να αφήσει να σκοτωθεί- από αγάπη για την ανθρωπότητα. «Εγώ», λέει, είμαι δυστυχισμένος «και είμαι υποχρεωμένος να διεκδικήσω την ελευθερία μου». Η πιστολιά του Κιρίλωφ όμως -όπως αυτή που σκότωσε τον Δημήτρη- «θα αποτελέσει το σινιάλο για την τελευταία επανάσταση. Έτσι δεν είναι απελπισία που τον ωθεί στον θάνατο αλλά η αγάπη για το καλό του γείτονά του». Εν συντομία, είναι η «παράλογη» δημιουργική λογική των παράλογων καιρών μέσα στους οποίους ζούμε. Μπορούμε όμως -πρέπει- να χρησιμοποιήσουμε ακόμα τον παραλογισμό των συνθηκών για να απελευθερωθούμε από τις αλυσίδες που ακόμα μας περιορίζουν. Η κρίση δημιουργεί τρομακτικά αποτελέσματα και επιπτώσεις αλλά παρομοίως δημιουργεί ευκαιρίες. Το παλιό αβάκιο μπορεί να γραφτεί από την αρχή, το νέο μπορεί να γεννηθεί, να δει το φως της ημέρας. Αισθήματα απελπισίας και πεσιμισμού συνυπάρχουν, ακολουθούν παράλληλες γραμμές με αισθήματα αισιοδοξίας και ελπίδας. Όπως μας έχει διδάξει και ο Φρόιντ, η φυσική επιθυμία να τερματίσουμε τα πάντα, η πνευματική ενέργεια που απαιτείται για να αυτοκτονήσουμε είναι την ίδια στιγμή ενέργεια που εστιάζει στην επιθυμία να σκοτώσουμε ένα αντικείμενο με το οποίο έχουμε ταυτιστεί. Αν μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε την εσωτερική ενέργεια σε εξωτερική πάνω στο αντικείμενο που πρέπει να σκοτωθεί -το καπιταλιστικό σύστημα- τι επαναστατική δύναμη δημιουργείται!

Όλοι μας, ειδικά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, εμπλεκόμαστε σε μια διαρκή επανάσταση της ψυχής, μιας επανάστασης που μας φέρνει στην ουσία της ίδιας της ύπαρξης. – να υπάρχουμε ή να μην υπάρχουμε». Όπως κάθε διαρκής επανάσταση, είναι πάντα ανισομερής στη μορφή και την ουσία της. Αν όμως η διαρκής επανάσταση της ψυχής συνδυαστεί με την ευρύτερη, πιο πλατιά διάσταση της διαρκούς επανάστασης της κοινωνίας, τι δύναμη, τι νίκες μας περιμένουν!


O Jeremy Lester είναι καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Reading, Bρετανία.


Νέα Προοπτική τεύχος #526# Σάββατο 12 Μάη 2012

http://ergatis.wordpress.com/ - http://www.eek.gr/ - http://eekmag.blogspot.com/

LIVE